- εντοπιστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντόπιση, που έγινε ή γίνεται για εντοπισμό«εντοπιστικά μέτρα τής επιδημίας»επίρρ...εντοπιστικώς, -άμε τρόπο που αναφέρεται στην εντόπιση ή σχετίζεται με τον εντοπισμό.
Dictionary of Greek. 2013.